ληθαργική

ληθαργική
ληθαργικός
affected by lethargic fever
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • ληθαργικός — ή, ό (Α ληθαργικός, ή, όν) [λήθαργος (Ι)] αυτός που βρίσκεται σε λήθαργο νεοελλ. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στον λήθαργο («ληθαργική κατάσταση») …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • Εκονόμο, Κονσταντίν φον- — (Dr. Constantin von Economo, Τριέστι 1876 – 1931). Αυστριακός γιατρός, ελληνικής καταγωγής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως ψυχίατρος, αλλά σύντομα ασχολήθηκε με τον τομέα της νευρολογίας και της ανατομίας και φυσιολογίας του… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — το, ατος ληθαργική παθολογική κατάσταση, στέρηση κάθε αισθητικότητας και κινητικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάρκη — η 1. βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο διάφοροι οργανισμοί περιορίζουν το ρυθμό μεταβολισμού τους και τις δραστηριότητές τους για να ανταπεξέλθουν σε δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: Χειμερινή νάρκη των φιδιών. 2. τάση για ύπνο, ληθαργική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”